βαρύτατα

βαρύτατα
βαρύς
heavy in weight
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βαρυτάτας — βαρυτάτᾱς , βαρύς heavy in weight fem acc pl βαρυτάτᾱς , βαρύς heavy in weight fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύτατ' — βαρύτατα , βαρύς heavy in weight neut nom/voc/acc pl βαρύτατε , βαρύς heavy in weight masc voc sg βαρύταται , βαρύς heavy in weight fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ASPHALTUS et ASPHALTIS et ASPHALTITES — ASPHALTUS, et ASPHALTIS, et ASPHALTITES lacus Iudaeae in Pentapoli, in quo nihil grave submergi potest. In eo fuêre So doma et Gomorrha, Admah et Zeboim, quae, propter nefandam populi luxuriem et libidinem, caelitus exustae sunt. Mare mortuum, a… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αργυραμοιβός — Εκείνος που ασχολείται επαγγελματικά με την ανταλλαγή ξένων νομισμάτων με το νόμισμα της χώρας του ή με την ανταλλαγή νομισμάτων διαφορετικών τόπων και κερδίζει από τη διαφορά που προκύπτει από τη σχετική πράξη. To επάγγελμα του α. είναι… …   Dictionary of Greek

  • πεθαμός — και αποθαμός, ο [πεθαίνω] 1. ο θάνατος, το να πεθαίνει κάποιος («αρρώστησε τού πεθαμού» ασθένησε βαρύτατα, είναι ετοιμοθάνατος) 2. μτφ. μεγάλη ταλαιπωρία, μαρτύριο, πολύς κόπος, μεγάλη εξάντληση, καταβασανισμος («αυτή η δουλειά είναι πεθαμός») …   Dictionary of Greek

  • υποκαθίζω — ΜΑ [καθίζω] τοποθετώ κάποιον σε ενέδρα αρχ. 1. (αμτβ.) α) ενεδρεύω, ελλοχεύω β) κατακαθίζω («τὰ μείζοντα καὶ βαρύτατα πάντως ύπεκάθιζεν», Πλούτ.) 2. μέσ. ὑποκαθίζομαι τοποθετούμαι σε ενέδρα …   Dictionary of Greek

  • ψέμα — Ενσυνείδητη παραμόρφωση της αλήθειας. Η ηθική θεωρεί το ψ. ως κάτι αφύσικο, γιατί παραμορφώνοντας την αλήθεια παρεμποδίζει την αναζήτησή της που είναι η βάση των επιδιώξεων κάθε φιλοσοφίας. Κάποτε όμως το ψ. έχει και κάποια σκοπιμότητα, όπως στην …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο — (ΔΠΔ). Το πρώτο ανεξάρτητο και διαρκές διεθνές ποινικό δικαστήριο που ιδρύθηκε στις 17 Ιουλίου 1998 υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, με την υιοθέτηση του καταστατικού του από τη Διπλωματική Διάσκεψη της Ρώμης. Το ΔΠΔ έχει ως αρμοδιότητα την εκδίκαση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”